Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

ΟΡΕΩΝ ΠΑΘΗ

       
        


- Ω αναθεμάτονε κάψα και να ξεκαπακώσει θέλει η κεφαλή μου..., εμουρμούρισε ο Αρχοντογιώργης στο πόρο τση μάντρας απού καθότανε, στο έμπα του Λιμνάκαρου, πιο πώδε από το Άγιο Πνεύμα. Ο ασκιανός του πρίνου που σήκωνε θεόρατο ανάστημα από το διπλανό κοπράνι και ασκένιαζε το καθούρι ντου, δεν ήτανε φαίνεται αρκετός να δροσερέψει τη κάψα ντου κι ήβαλε τσοι φωνές: 
- Μπρε συ Μαργή, μα δε καψώνεσαι εσύ;
-Για γροίκα , απάντησε μπαϊλτισμένη η γρά ντου, που ήτονε λουπασμένη στη μέσα μπάντα στο τυροκέλι, με ανεσηκωμένη τη μπολίδα στη κεφαλή τζη κι ήβρεχε το λαιμό τζη με νερό από το λαϊνι για να δροσίζεται μιαολιά στο σταύρωμα τση μέρας.
-Α δεν αερηνίσει κακομοίρα μου απόψε, να φύγει ετούτη η αφούσα, δε μας σε θωρώ καλά αύριο, ούτε εμάς ούτε τα πρόβατα, είπε κι εξάνοιξε στη ρίζα του πρίνου που ήτανε σταλισμένες καμιά τριανταρά προβατίνες κι ελέχουντο σα το σκύλο οντε γιαέρνει απ'το κυνήγι του λαγού.
-Ευτυχώς που επήρανε τα κοπέλια μας κάτω να πάνε στο Μετόχι στο Γιαλό, να ποτίσουνε τσ'ελιές και να κάνουνε και μια βουτακιά στη θάλασσα, να μη σκάσουνε κι αυτοί επαέ, είπε η γρα με ξαφνική τρυφεράδα στη μιλιά τζη.
-Μαργή ν'ανοίξεις παραϋστερα το ράδιο ν' ακούσομε το καιρό κι ανέ πει πως δα νάναι κι αύριο ετσά, να κάνομε το κολάϊ μας. Να ξωμείνουμε απόψε επαδέ  νάχομε την έγνοια των οζώ κι αύριο που δα νάναι επαέ τα κοπέλια, να πάρομε κάτω κι εμείς με το ματρακά μας, να κατεβούμε στο γιαλό, να δούμε τσ'ελιές, να βάλομε και τα πόδια μας μιαολιά στη θάλασσα να δροσερέψομε.
-Καλή ναι η κουβέντα σου απηλοήθηκε η Μαργή και εμεταξέσυρε προς τη πόρτα για να τονε θωρεί κι ήρχιξε αγριεμένη τη μουρμούρα :
-Να πάμε μα νάσαι σα τον άνθρωπο και να κάτσομε και παράπαντα στο μεγάλο αλμυρίκι, να μη θωρούνε οι ανθρώποι τσοι ζάρες μας να μας σε παίζουνε. Και γιάε, μη μου κάνεις τα περισυνά που ξαναπήαμε και πήρες προς τα πέρα και ξάνοιγες κατσά κατσά τσοι γυμνόκωλες που λιάζανε τα βυζά ντος από πίσω από το Μαύρο Χαράκι; Χμμ κανόνισε να μας σε κάνει ο κόσμος σείρι... Θυμάσαι ηντάπαθες που γιάυρες κατακόκκινος στο αρμυρίκι και πήγαινες λοξά λοξά να μη δω το φούσκωμα απούκαμε ο "Νότος" στα σκέλια σου; Κι ύστερα ήθελες να μου συντράμεις κιόλας να σηκωθώ από τον άμμο και μ´άρπαξες π´ανάθεμά σε, απού τη μουσταρά και τα χρειάστηκα, σάματις ήμουνε αίγα; Δε θέλω ετσά ξεγιβεντίσματα. Και εξανοίγανε και οι τσουρίστες από πιό πώδε... Ααα όλα κι όλα ... Άσε
τη λαχτάρα που πήρα που θάρουνε πως δα σούρθει κόλπος...
-Είδες του λόγου σου; Επείραξέ σε πάλι η αντρειγιά μου...
θάμασμα να σου δώσει ετσά βαρβαρικό ... Έλα έλα, βγάλε το πορόκλαδο να ξεσταλίσουνε τα οζά, να πα να βρούνε πράμα να βοσκηθούνε και το πρωί μετά που θα απορμέξουμε δα κάμομε κουμάντο...


Εξημέρωσε ο θεός την άλλη μέρα, παραμονή τ´Αγίου Πνεύματος και σηκώθηκε ο Αρχοντογιώργης να αρμέξει, με τσοι γυιούς του που ήρθανε στο μεταξύ και πήρανε τη κατάσταση των οζώ στα χέρια ντος... Εκαλωσόρισε η γρα  τα καμάρια τζη και ρώτηξε για τα χειμαδιά ντος και το μετόχι στο γιαλό. Απηλοήθηκε ο πιό μεγάλος , ο Κωνσταντής: 
-Κάψα μάννα, κάψα κι ατά κάτω που σκα ο ήλιος τη πέτρα. Αμολήσαμε το νερό στς´ ελιές και μπήκαμε στη θάλασσα μέχρι το βράδυ που φύγαμε...
-Εκειά κάτω θέλει να με πάει σήμερο ο κύρης σου, να περάσει λέει η ώρα μας  και να γιαύρομε το βράδυ να κάμομε αύριο το πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.
-Να πάτε μάννα, καλά δα περάσετε. Εμείς δα σφάξουμε επαδέ ένα πρόβατο με το Νικολή, να το βράσουμε αύριο ανέ φανεί κιανείς γνωστός στο πανηγύρι, να του φωνιάξομε να πιούμε ένα κρασί στη μάντρα.
-Μπρε συ Γιώργη, συμφωνούνε 
και τα κοπέλια να κάμομε την εκδρομή μας σήμερο στο Γιαλό...
-Ε ανεμάζωξε πράμα να κρατούμε να φάμε εκειά κάτω, ήντα θαρρείς πως δα σε πάω και στο εστιατόριο ; Κρίση έχομε . 

Επήρε κάτω  το ζευγαράκι μας κουτσά στραβά με το ματρακά ντος και επρολάβανε και τον ασκιανό  στο μεγάλο αρμυρίκι άπιαστο από τουρίστες. Έστρωσε η γριά μια κουρελού  στον άμμο κι επήε οπίσω απο το αυτοκίνητο να βάλει την εντυμασά τση θάλασσας. Μέχρι να γιαύρει ο Αρχοντογιώργης εφόριενε μόνο το μπατζακάτο σώβρακο  και ξάνοιγε προς το μαύρο Χαράκι ...
Ήντα ξανοίγεις Γιώργη, δε θωρείς τα χάλια σου;
Τα δικά σου να ξανοίγεις, της απάντησε νευριασμένα. Εσώπασε η Μαργή κι πήγε κι ήκατσε στην άκρα τση θάλασσας... Από κοπέλι της άρεσε να θωρεί το απέραντο μπλε χρώμα τσης και να περιεργάζεται τα σιντερένια καράβια που πλέγανε πάνω τζη χωρίς να βουλιάζουνε. Ποτέ δε το κατάλαβε αυτό και ήταν μεγάλη η απορία τζη, πως σήκωνε τέτοια καράβια η θάλασσα κι αυτή μόλις έπιανε άπατα νερά επήγαινε στο πάτο...περίεργα πράματα , μα και ποιό να ρωτήξει να μάθει,  που φοβόταν τη καζούρα... Ξεχάστηκε και κάποια στιγμή θυμήθηκε που βρίσκεται. Ανεμαζώχτηκε και γύρισε στο αρμυρίκι μα ο Αρχοντογιώργης ήτανε άφαντος. Κατάλαβε και ξάνοιξε προς το Μαύρο Χαράκι. Είδε ντονε σκαλωμένο στη δεξά μπάντα, ακίνητο λες και σήκωναν τα Άγια στην εκκλησία...
-Εδά δα σε ποσορέψω εγώ εμουρμούρισε και πέρνει πέρα τρεχάτη. Μα δυο τρία ζάλα πριν τονε πιάσει στα πράσα, γίνεται το κακό: Πατεί  τη πέτρα την αυγουλάτη και πάρτηνε ανάσκελα στον άμμο και τσοι πέτρες... Βάνει φωνή μεγάλη από τρομάρα κι από πόνο κι ήπιασε σύγκρυο τον Αρχοντογιώργη... Μα και απογοήτευση ... Αρχίζουνε κι δυό πρώτα τα παράπονα στο θεό .. Η Μαργή γιατί μαζώξανε ένα κάρο στρογγυλές πέτρες απάνω στο γιαλό-ήντα κοντό τσοι θέλουνε τόσεσάς- κι ο Αρχοντογιώργης που τον ήκοψε η κραυγή τση γράς την ώρα που κατέβαζε η ορθοκάπουλη ξανθιά και το βρακάκι τζη, να τα δείξει όλα του ήλιου... Δεν εγινότανε να τσακιστεί ένα λεπτό αργότερα...; Άσε που στο ζόρε ντου να κατεβεί απ´ το Χαράκι εγενήκανε τα χέρια ντου σαν να τα φάγανε οι σκύλοι. 
Ώφου συμφορά μας εσιγομουρμουρίσανε κι οι δυό και κάμανε το σταυρό ντος...
-Ντουγρού στο νοσοκομείο Μαργή, δε θωρώ καλά το πόδα σου...
-Κι εγώ τα χέρια σου Γιώργη, που τα κατάγδαρες. Πάμε..                       

Μα που και πως να πάνε, που πήγαινε τ´αμάξι ίσα τση μύτης του και ήτανε κι όλο γκρεμούς δεξόζερβα... Μα ήπεψε ο θεός το άγιο Πνεύμα και ήπιασε το τιμόνι κι επήανε στο νοσοκομείο και βάλανε τα κόκαλα στη θέση ντος και τα τσιρότα στσοι λαβωματιές...  
-Σκέψου Μαργή ήντα δα πούμε τω κοπελιώ , εδά που δα πάμε στο χωριό, γιατί ανε πούμε την αλήθεια δε μα σε ξεπλένει ούτε το φράγμα Αποσελέμη.
- Το άγιο Πνεύμα δα μας σε φωτίσει, μόνο κάμε το σταυρό σου να φτάξομε στο χωριό. Του χρόνου δε κουνούμε απού τη μάντρα που να καίγεται ο κόσμος...

ΓΜ
21.6.2016

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Οι μέλισσες στον ανηφορά του Λιμνάκαρου...



Στο Μετόχι μου στο Λιμνάκαρο ήρθε κι εκόνεψε στον ανηφορά καμινάδα ), ένα μελίσσι Έχω κονέψει φιλοξενήσει στο κονάκι μουκι άλλες φορές μελίσσια και στον ανηφορά για δεύτερη φοράΜε κάποιο τρόπο ,  έκανα το κολάι ντος κάθε φοράμε μελισοτρόφους της περιοχής... Φέτο μου άρεσε πιό πολύ η επίσκεψή τους στη καμινάδα μου,  γιατί έχει κι ένα συμβολισμόθυμίζει Αη Βασίλη που μπαίνει και φέρνει δώρα από τσοι καμινάδες τω σπιθιώ....Κι εγώ σα το ...κοπέλιτο εκμεταλλεύτηκα Οφέτος δε μου κρατούσανε  πράμαΜα επαράγγειλά ντος οπροχθές που ´πεψα και τς´ ανεμαζώξανε φίλοι μελισσοτρόφοι, να μου κρατούνε όντε ξανάρθουνε, ένα βαζάκι "βασιλικό πολτόπου τρώνε κι αυτές και μεγαλώνουνεμήπως μπορέσω κι εγώ και  τ´ άκρα μου, απού κοντύνανε από το βάρος τω χρονώ, να μεγαλώσουνε λιγάκι.... Είπανε ναι... Να δούμε...

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ένα αλλιώτικο οδοιπορικό...


Εσφίξανε οι κάψες στ´ Όρη... 
-Διαόλοι μέσα ντου ετσά καιρός...ούτε στο Λιμνάκαρο δε βρίσκω ησυχασμό... Κι πήρα κάτω, οθέ ντο γιαλό , να δροσερέψει ο νους μου και να χορτάσει τ´αμάτι μου απεραντοσύνη...και να ξεφύγει από τη μικρότητα του ...κάθε μέρα τα ίδια... 
Ύστερα είναι κι αυτή η πλανεύτρα θάλασσα...
 -Και πήρα κάτω στο γιαλό. Όχι στο περιγιάλι,  μόνο σε δέτες άγριους και βράχους κοφτερούς σαν τ´αοριού...έτσι για να ισορροπεί ο νούς μου...
-Μέρες είχα στη σκέψη μου μια τέτοια μπονάτσα, απού θα μ´άφηνε να σιμώσω στους γούσπους της ακροθαλασσάς και να μαζώξω αλάτσι ή αφρό όπως τόνε λένε οι σκέτοι ακροθαλασσίτες, για ν´αλατίζω το βραστό κρέας τ´αοριού μου και νάχει διπλή νοστιμάδα...
-Μα ελογάριασα χωρίς το ξενοδόχο... 
- Επέρασα το Κουδούμαλο ( χωριό του Μεραμπέλλου), και πήρα το κατήφορο τ´ αγαπημένου μου μονοπατιού για το ησυχαστήριο, που κατεβαίναμε σ´αλλοτινούς καιρούς πεζοπορώντας ( μόνο στο κατήφορο...), με το μακαριστό αξέχαστο δεσπότη μας, Κυρού Νεκτάριο, κάθε παραμονή τ´ Αγίου Αντρέα...
-Υποψιάστηκα  από την αρχή της κατηφόρας βλέποντας δεξά ζερβά του δρόμου απομεινάρια κουρασμένων πεζοπόρων... 
Κουβέρτες ,μπουφάν, ζακέτες, σκούφοι, κάλτσες , άδεια και μισοάδεια μπουκάλια νερού και άλλα είδη ρουχισμού που ο ανήφορος και η κάψα τα έκαναν βάρος περιττό κι αβάσταχτο...Σε δυό τρία σημεία με λίγα δέντρα που έδειχναν όαση στην έρημο, απλωμένες κουβέρτες και άλλα ίχνη, ενημέρωναν εύγλωττα για το ξαπόστεμα και την  ανασεμιά κάποιων κουρασμένων ή αδυνάτων...
-Τότε μου ήρθαν στο νου ( ναι αρκετά καθυστερημένα είναι αλήθεια ...), οι χθεσινές ειδήσεις των τοπικών ειδησεολόγων, για την εμφάνιση 130 προσφύγων στην περιοχή, που φιλοξενούνται ήδη στο κλειστό γυμναστήριο της Νεάπολης...
-Συνέχισα εποχούμενος ανάποδα το οδοιπορικό της απελπισμένης προσφυγιάς... Έφθασα στο πάτο της απότομης ξεροπλαγιάς, πιό κάτω από το ησυχαστήριο του Αγίου Αντρέα, στο μικροσκοπικό όρμο που σχηματίζεται εκεί. Πλησίασα και αντίκρυσα αυτό που δεν μπορώ να περιγράψω μα και που δύσκολα θα καταλάβετε από τις φωτό που σας παραθέτω...
Όλη η μικρή παραλία είναι γεμάτη από σωσίβια,        κουβέρτες , ρούχα κάθε είδους, μικρά και μεγάλα δοχεία νερού , παπούτσια , σκεύη, καλλυντικά , οδοντόβουρτςες, σαμπουάν, αραβικές πίτες και άλλα τρόφιμα και δεκάδες άλλα μικροαντικείμενακαι είδη ρουχισμού...
 -Τίτοτα δεν έδειχνε ιδιαίτερη φτώχεια ή ρακένδυτους επαίτες.Τουναντίον θα έλεγα...
- Διάβαζες όμως εύκολα την απελπισία και την απόγνωση...
-Έκατσα σε μια πέτρα, χούφτωσα το πηγούνι μου και έκλεισα τα μάτια...Προσπάθησα να ακολουθήσω, με τη σκέψη μου, ανάποδα τη διαδρομή που έκαναν αυτοί οι άνθρωποι...Κι έζησα πολλά σ´ αυτό το νοερή οδοιπορικό...
- Είδα τα κύματα της θάλασσας να θέλουν να με καταπιούν, άκουγα μωρά να κλαίνε γοερά και μάνες να κραυγάζουν απελπισμένα, είδα άνδρες μελαψούς να κοιτάζουν τον ουρανό και να ζητάνε βοήθεια απ´το θεό τους, διέκρινα τους δουλέμπορους να συνομιλούν ψυθιριστά και να κοιτάζουν με απάνθρωπο βλέμμα το φορτίο των ψυχών που κουβαλούσαν , είδα παιδάκια και μεγαλύτερους να πνίγονται στον εμετό τους και να προσπαθούν απεγνωσμένα ν´ανασάνουν... Είδα κι άλλα πολλά που δεν θα ξαναφύγουν απ´το μυαλό μου. Κι ύστερα πιάσαμε στεριά. Ένας τόπος γεμάτος κόκκινες σημαίες με μισοφέγγαρα, ( που τις βρήκαν αλήθεια τόσες σημαίες ;...)κι άρχισε μια ατέλειωτη πεζοπορία κατά το νότο... Ένας ατέλειωτος Γολγοθάς...  
-Πρέπει να πάω στο τέλος σκέφτηκα, (εκεί απ´που  άρχισαν) και κράτησα τα μάτια μου κλειστά ...
-Τα άνοιξα όμως τρομαγμένος από τους κρότους των εκρήξεων, το βόμβο των αεροπλάνων , τους συριγμούς των οβίδων , τα κροταλίσματα των πολυβόλων, τις κραυγές των λαβωμένων, τα κλάματα των μανάδων, τις φωνές των παιδιών που εβιάζονταν, την απαίσια μυρωδιά της καμένης σάρκας και την άχνη του φρέσκου αίματος που έτρεχε ποταμός πάνω στη καυτή άμμο...
-Δεν τόλμησα να τα ξανακλείσω . Δεν ήθελα ούτε να δω ούτε να ακούσω άλλα...Αγκάλιασα το βράχο που καθόμουνα και αναγάλιασα.... 
-Ούφ, όνειρο ήτανε, (μα τόσο αληθινό).
-Ανάθεμά σε για θάλασσα κι ανεταράχισές με σήμερα, με τσοι καυμούς που μας εκουβάλησες επαέ... Θα φύγω να πάρω απάνω, να παω στ´ Όρη, να ηρεμήσει ο νους μου, να μη θωρώ την απαθρωπιά των αθρώπων...
-Μα δεν εσάλεψα από το βράχο που έσφιγγα με τα χέρια μου, έμεινα εκεί ακούνητος ... Ο νους πήρε στο κατόπι το καραβάνι των ανθρώπων που ανηφόριζε καρτερικά προς το Κουδούμαλο...Μπήκα τελευταίος στην ουρά, ακολουθώντας τα ίχνη τους από το μακρινό ερειπωμένο τόπο τους, μέχρι τη Σκάλα του Αγίου Αντρέα και πιο πάνω στο κοντινό χωριό Κουδούμαλο...
-Εποκοιμήθηκες ; μου φώναξε η Μαργή μου,που μάζωνε αρίγανη πιό πάνω και σηκώθηκα ξαφνιασμένος από το βράχο. Κοίταξα ψηλά, και μουρμούρισα χαμηλόφωνα :- Θέ μου/Αλλάχ τους, βοηθήστε τους, δουλειά σας είναι μπλειό...Δε θωρείτε την ανικανότητα των αθρώπων να φερθούνε αθρωπινά;...
Άρπαξα ένα ξεκοιλιασμένο σωσίβιο από δίπλα μου, το πέταξα στη καρότσα του φορτηγού και φώναξα τση Μαργής: 
-´Ελα πάμε να φύγομε, να πα  κρεμάσω ετούτο το σωσίβιο σε ένα πρίνο στο Λιμνάκαρο, να το θωρώ να βλαστημώ τους φονιάδες των λαών και να λέω και στους περαστικούς να κάνουνε το ίδιο...