Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΟΙ ΟΡΕΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ


Η πρόσκληση του μεγαλοδασκάλου για ένα ταξιδάκι επαφής και γνωριμίας με τας

"Βρυξέλλας της Ευρώπης" ήτανε δελεαστική. Δύσκολο να την ξεπεράσεις όχι μόνο επειδή γινότανε από τον ευρωβουλευτή Γιώργο Γραμματικάκη πρώην πρύτανη,άνθρωπο του πνεύματος που συνοδοιπορούσε χωρίς πρόβλημα με ανθρώπους του οινοπνεύματος, μεγαλοδάσκαλο και ακριβό φίλο, αλλά και γιατί στην παρέα που κάλεσε για ενημέρωση και φιλοξενία στις Βρυξέλλες συμμετείχαν αριστούχοι μαθητές από το οροπέδιο Λασιθίου. Ο Πρύτανης κράτησε την υπόσχεση που τους είχε δώσει το καλοκαίρι κατά τη διάρκεια της βράβευσής τους από τους Συλλόγους Λασιθιωτών.

Όλη η ομάδα, συμπεριλαμβανομένης και ολιγομελούς αντιπροσωπίας ταραχοποιών και δύστροπων Ορέων, ήτανε σύμφωνα με αβίαστη (αλλά καταφανώς υπερβολική) δήλωση του ευρωβουλευτή,η καλύτερη που φιλοξενήθηκε ποτέ στο ευρωκοινοβούλιο (σσ.: η ανωτέρω φράση "καταφανώς υπερβολική" αναφέρεται καθαρά για λόγους ταπεινοφροσύνης). Περιελάμβανε εκτός από τους αριστούχους μαθητές και μαθήτριες, γιατρούς,μηχανικούς επιχειρηματίες,δημοσιογράφους,ιδιώτες αξιωματικούς,θεσμικούς εκπροσώπους, μέχρι και δημάρχους. Και μέσα σε όλο αυτό τον εκλεκτό κόσμο,τηρουμένων των αναλογιών,παρεισέφρυσε και η μικρή μας "σέχτα" Ορέων, ατίθασων και φωνακλάδων, που ξέχασαν τους τίτλους τους στο σπίτι και έφεραν μαζί τους μόνο τα κοινά χαρακτηριστικά που τους ενώνουν: το σαρκασμό, τη διάθεση, τα ανέκδοτα παθήματά τους και φυσικά τη Λασιθιωτοφροσύνη τους. Ωστόσο πέρα από την υπερβολή του κάθε πολιτικού λόγου, ακόμη και του πρύτανη που μας χαρακτήρισε ως τους καλύτερους, εμείς θα λέμε μόνο αλήθειες...

-Είναι αλήθεια ότι ο μεγαλοδάσκαλος ήταν αξεπέραστος οικοδεσπότης και πραγματικά μας εντυπωσίασε και μας καταυποχρέωσε... Του πιστώνουμε την καλύτερη φιλοξενία που έγινε ποτέ στο ευρωκοινοβούλιο (χωρίς πολιτικάντικη υπερβολή), που είχε από όλα: ενημέρωση,ξενάγηση, προβολή, καλοπέραση και πολύ Λασίθι. Το ευχαριστώ που του είπαμε όλοι αποχαιρετώντας τον, έβγαινε θαρρώ από τη μέσα μπάντα της καρδιάς μας.
Η "καλή μέρα" φάνηκε από ..."το βράδυ" που μας πρωτοσυνάντησε, στη μελαγχολική πόλη, όταν μας υποδέχτηκε στο κεφαλόσκαλο της " Στροφιλιάς" για δείπνο καλωσορίσματος. Ήταν ίδιος και απαράλλαχτος με τον Ξένιο Δία από το Ψυχρό...(δυό ζάλα από το Τζερμιάδω...)

Μπήκαμε τελευταίοι, η τριάδα των Ορέων: καπετάν Μιχάλης ή Τσικαλομανωλέας, Ζαχαριής και ο άρχοντας του Χώνου ή Μηλιαρέας. Άνοιξε την αγκαλιά του, μα που να μπούμε και οι τρεις. Ανέλαβε ο καπετάν Μιχάλης το χαιρετισμό και εξαφάνισε στις τεράστιες χερούκλες του τον Πρύτανη...

- Χίλια καλώς σε βρήκαμε...
-
Στάσου μωρέ να μην πατήσεις τον Πρύτανη με τσοι στιβάνες που φορείς και τονέ ξεργώσεις..., ήβαλε τσοι φωνές ο Ζαχαριής.
Ήκοψε την ορμή ντου ο καπετά-Μιχάλης, ανεμάζωξε το κρουσαλιδάτο μαντήλι που εφόριενε στη κεφαλή ντου και τούπεσε χάμαι από το ζόρε ντου να αγκαλιάσει πρώτος ,από τη τριάδα,το Πρύτανη και στάθηκε στην άκρα να χαιρετίξομε κι εμείς...
Καλωσορίσματα, φιλοφρονήσεις,ευχές, απαγγελίες,φαγοπότι,κέφι,μέχρι και προτάσεις για τη διάσωση και αναντράνισμα της Ευρώπης καταθέσαμε στους ευρωβουλευτές που παρευρίσκοντο και επισημοποιούσαν την παρέα μας. Και κάπου εκεί, στο τέλος της βραδιάς, πιάσαμε με το Ζαχαριή τα πιρούνια και αρχίσαμε τσοι χτύπους στα αδειανά πλέον πιάτα, (κατά τα πρότυπα των γαμηλιώτικων τραπεζιών, που ζητούνε του γαμπρού να φιλήσει τη νύφη) και έπεσε άκρα σιωπή ...
Ανασήκωσε λίγο την αγριωπή θωριά ντου ο καπετά-Μιχάλης κι ήρχιξε με βροντερή και γνήσια αντρική φωνή, αυτοσχέδιο για τη περίσταση,ριζίτικο τραγούδι:
"
Απού τση Κρήτης το νησί,
του Λασιθιού τη κούπα,
να σ ́ανταμώσομ ́ήρθαμε
Ευρώπη ξακουσμένη
...
εσένα ν ́απ ́εκάρπισες
το σπόρο του Θεού μας
,
του Ζα τση Δίκτης μας του γιού....

-Καλά τόπα Μηλιαρέα;, εγύρεψε να επιβεβαιώσω το ταλέντο του, μα πρόλαβε ο Ζαχαριής: -Εκουζούλανές μας φίλε...εμείς το κατέχομε, πως είσαι μεγάλο ταλέντο μα να το μάθει κι η Ευρώπη...
-
Αύριο δα τσοι κουζουλάνω όλους στην ευρωβουλή, να δεις θες..., εγύρισε και μου 'πε, με το φαρδύ του γέλιο.

Τόπε και τόκανε.
Ήβαλε τα σαλβάρια του και τα μειτανογέλεκα, τα μερακλίδικα στιβάνια με τις χρυσές εγγράφες στο πλάι και το κρουσαλιδάτο μαντήλι, ήθεκε και στον ώμο μισό τσουβάλι καρύδια που κράθιενε από το Τζερμιάδο για κέρασμα και Λασιθιώτικη μυρωδιά, (τη ρακή δυστυχώς του τη κρατήξανε στο αεροδρόμιο οι σεκιουριτάδες) και εμφανίστηκε πρώτος στο λεωφορείο που θα μας επήγαινε στη καρδιά της Ευρώπης. Άριστος γνώστης της πολιτικής ιστορίας, ανήσυχος και υποψιασμένος Έλληνας, ενήμερος για όλα γύρω ντου, Κρητίκαρος και κριτικός, ρώτηξε ξαναρώτηξε, είπε τη γνώμη ντου, εξεδιάλυνε απορίες, γέμιζε το τόπο που πατούσε με τσοι στιβάνες του, τράβηξε πάνω ντου τα βλέμματα στα συναπαντήματα με άλλους ευρωπαίους επισκέπτες, φωτογραφήθηκε με όσους του το ζητήσανε,( συμπτωματικά ήτανε όλες κοπελιές ) και εδικαιολόγησε το χωριανό ντου θεό Δία που ήκλεψε απού την άκρα του κόσμου τήν Ευρώπη για να τη φέρει να τηνε κουτουπώσει στη σπηλιά τση Δίκτης...
-
Ετσά ναι μωρέ ο Λασιώτης άντρας...Με δυό σάλτους πετάγεται στη Φοινίκη, σβερκώνει τη λαμπερή και ζουμερή βασιλιοπούλα και τηνέ φέρνει στο χωριό σου στο σπήλιο και τση βγάνει όξω τα μάθια...Κιαμέ, ήντα θαρρείς; πως εβγήκανε οι Σαρπηδόνες , οι Ραδάμανθοι και η άλλοι; ...μου κουβέντιασε φωναχτά για να τον ακούνε και οι άλλοι γύρου γύρου... Ήτανε όμως ώρα μπλειό να φύγομε και ανεμαζοχτήκαμε αποθαυμασμένοι με όσα είδαμε και ακούσαμε, για να μας σε βγάλουνε όξω από το λαβύρινθο του ευροπαλατιού οι ξεναγοί μας. Σεκιουριτάδες και στην έξοδο, μηχανές ελέγχου και "πορόκλαδα" ανέκοψαν την ορμή μας. Μπήκαμε στη σειρά να περάσομε το "πόρο" που ανοιγοσφάλιζε με δυο γυάλινα παραπέθια και μάρτυς μου ο Θεός, υποψιάστηκα πως από κάπου αθώρητες μηχανές διερευνούσαν στιγμιαία τις τυχόν τρομοκρατικές μας πεποιθήσεις, όση ώρα τα παραπέθια μας κρατούσαν αιχμαλώτους, πριν από την απελευθέρωση της εξόδου.
Εδείξαμε με το Ζαχαριή την υπεροχή των γνώσεων μας στις "ευρωπαϊκές τεχνικές ανίχνευσης" και προσπεράσαμε το εμπόδιο του "πόρου" εξόδου χωρίς προβλήματα. Ανημέναμε απόξω να βγούνε όλοι και βέβαια ο Τσικαλομανολέας μας, πούχε πομείνει παραπίσω. Ήρθε με τσοι τελευταίους στο "πόρο" και χώνεται φουριόζος στο πέρασμα με τα παραπέθια που ήτανε ανοιχτά. Κάνει μιαν ασκελιά ένα μέτρο να περάσει, Μα κλείνουνε τη τελευταία στιγμή και μένει στήλη άλατος...
-
Έλα πίσω,του φωνιάζει η Ελενίτσα και περίμενε ν ́ανάψει το πράσινο φωτάκι στο μηχάνημα.., μα που αυτός...ξανακάνει ομπρός με φόρα και του ξαναλένε όχι τα
παραπέθια
... Ξανακολώνει. Θωρώ το Ζαχαριή δίπλα μου να κάθεται στα γόνατα και νάναι η μούρη ντου σα τση μαϊμούς το πισινό από το ζόρε του γέλιου...
-
Σκάσε, του λέω, μωρέ και ρεζίλι δα γενούμε, και πάω οπίσω προς την έξοδο να βοηθήσω τάχατες να ξεμπερδέψει ο μπαρής μας. Τόνε προλαβαίνω απάνω στη τρίτη και φαρμακερή προσπάθεια ... Αποφασισμένος να μη κολώσει αυτή τη φορά, ήκαμε μεγάλη ασκελιά για να περάσει από πάνω από τα παραπέθια, μα αυτά τα παντέρμα δεν αστειεύονται... Εκλείσανε στο χρόνο τους, τη κρίσιμη στιγμή του κενού ανάμεσα στα πόδια ντου και επλέρωσε τη νύφη η "κεντρική περουσία" του καπετά-Μιχάλη, μια πιθαμή πιο κάτω απού το φάλι...(και κλείνανε τα παντέρμα με φόρα...).
Δεν ήκουσα ήντα μουρμούρισε ο "αποκλεισμένος" γιατί χαλούσε δίπλα μου το κόσμο ο Ζαχαριής με τσοι φωνές και τα γέλια ντου, αλλά επρόλαβα και του φώνιαξα:
-
Από την άλλη πόρτα μωρέ, από την άλλη, όπως τονέ καθοδηγήσανε και οι σεκιουριτάδες. Είχα βέβαια τη ψυχραιμία να αποθανατίσω τη στιγμή τση λύτρωσης του και διάβασα στη φωτογραφία, όλη ντου την αγανάχτηση. Εβγήκε, εσίμωσε και μου λέει :
- Δεν ήθελε να με μολάρει η Ευρώπα να μισέψω μα ήφυγά τση..δε πάει στο

διάολο...εσακάτεψέ με. Πάμε να πα να φάμε πράμα. Και φύγαμε... 

ΓΜ

Νοέμβριος 2016 



Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΣΗ ΣΥΚΙΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ (2)

                   
                                      

-Ω το παντέρμο φεγγάρι για τη στραθιά, εμουρμούρισε τση κεράς του ο Παυλοκωσταντής. Άντε να σακκιάσομε ένα γομάρι πατάτες να τσοι κατεβάσω αξημέρωτα στο Καστέλλι απούχουνε παζάρι, γιατί ήκουσες το κανακάρη σου το μεσημέρι που γιάυρε από το σκολειό; Εκατόν εξήντα δραχμές κόβγουνε τα βιβλία ντου, χωρίς τετράδια και μολύβια. Άσε που μου βουρβούλιζε πως θέλει λέει οφέτος κι αυτός χαρτέλλα να τα βάνει μέσα , γιατί τονέ παίζουνε τ´άλλα κοπέλια με το βουργιάλι που τα κουβαλεί. Μου παραπονέθηκε κιόλας  πως λαδώνουνται λέει τα τετράδια ντου στο βουργιάλι με το τυροζούλι και το ντάκο που του βάνεις μέσα για κολατσό και τονέ μαλώνει η δασκάλα . Δε μπορείς κι εσύ καημέχαρη να του τα τουλουπανιάζεις σε κιανένα κομμάτι εφημερίδα; Οπροθές εκράτουνε πάλι μια από το καφενείο ...
-Σκώσου να πάμε να σακκιάσομε τσοι πατάτες και λίγανε τη κουβέντα, αντιμίλησε η Κερά ντου και σηκώθηκε από το πεζούλι μουρμουρίζοντας ... 
- Είδες του λόγου σου, εδά δα μου πεις κιόλας πως δεν είμαι νοικοκερά. Ήπρεπε να σούχουνε παρμένο το Καλλιό να σου φτούνε οι μύγες, μόνο ήμπλεξε εμένα η μοίρα μου...
Επήανε κι οι δυό παραδίπλα στην αποθήκη κι εκάμανε δυό καλά μυγώμια πατάτες διαλεχτές, ίσαμε εκατό οκάδες, στα μέτρα τση αντοχής του γαϊδάρου . Ηβαλε μια παχνιά άχερα του ορτάκη ντου και τονέ κανάκεψε: 
-Φάε κακομοίρη, γιατί χομε στραθιά αξημέρωτα. Ετίναξε ο γάιδαρος τ´ αυτιά ντου, όχι γιατί κατάλαβε τη κουβέντα αλλά γιατί ήκαμε χαρά για τη ταγή που σκόρπισε απάνω στ´ άχερα, ο Παυλοκωσταντής.
-Έχε τ´ αμέντε σου μη μπα δε ξυπνήσω όντεν  είναι η ώρα, επαράγγειλε τση Μαργής που είχε ήδη πάει στο σοφά και είχε βγαρμένο και το φυστάνι τση. Είδε τηνε ο Παυλοκωσταντής ξεκαπυρωμένη και εκατάλαβε τσοι προθέσεις  τση,  αν και το είχενε μυριστεί  από την ώρα πούφερε την αθιβολή του Καλλιού, τση πρώτης του αγάπης...
Αμε στο διάολο σύρου στην άκρα , μη χάσω τη στραθιά το πρωί,  χμμμ....
Μμμμ, κοντό δε κουβεντιάζεις όμορφα ...εμουρμούρισε παραπονιάρικα η Κερά ντου και κουκουλώθηκε από κορφής με το χιράμι...  Κουρασμένοι κι οι δυό επήρανε μονορούφι τον ύπνο ίσαμε το πρώτο μετάπνισμα . Η Παυλοκωστίνα, απούχε έγνοια, επετάχτηκε κάτω από το σοφά, ήνοιξε τη πόρτα και εξάνοιξε το φεγγάρι απούχενε μπλειό βουτήξει προς τα δυτικά και πήγαινε να βασιλέψει.-
Σκώσου σκύλε και βασίλεψε το φεγγάρι. Σκώσου να φορτώσομε, μα απ' ότι θωρώ δα σκάσεις το γάιδαρο για νάσαι με την ώρα σου στο παζάρι..
Σκώσου ανεπρόκοπε να μη πιάσω το κουνενό με το νερό... Εσκώθηκε ο Παυλοκωνσταντής , εχασμουργήθηκε , ετέντωσε δυό τρεις φορές τα χέρια του πάνω κάτω να ξεμουδιάσουνε  κι  ήπιασε τα ρούχα ντου απο τη καρέκλα να τα βάλει.
Κάμε μου μπρε μάνι μάνι ένα καφέ να ξεξυπνήσω , εφώνιαξε τση κεράς του και ήσκυψε να   δέσει τσοι αρβύλες του, λάφυρο από το στρατό που τσοι πρόσεχε σα τα μάθια ντου, για να τσοι φορεί στσοι στραθιές και νάχει στέρεο πάτημα στσοι κακοβολιές. Σβέλτος και χεροδύναμος ετοιμάστηκε τάκα-τάκα, εφόρτωσε με τη βοήθεια τση  Κεράς του και τση διχαλόβεργας, ήκαμε το σταυρό ντου μουρμουρίζοντας "στ´όνομά σου Θέ μου", χαιρέτηξε τη Κερά ντου με ένα "καλή μέρα νάχομε" και μίλησε του γαϊδάρου χτυπώντας μαλακά τη χερούκλα ντου στη καπούλα ντου: 
Πάμε κακομοίρη μου γιατί αργήσαμε.... Το φεγγάρι ήφεγγε σα νάτανε μέρα και διευκόλυνε  τσοι πατημασές γαϊδάρου και στρατολάτη, στη δύσκολη και μακρινή διαδρομή μέχρι τουλάχιστον στση Συκιάς το Νερό που σωπάτιζε ο δρόμος και δεν είχε σκιάς την έγνοια να μη ξεσωμαρήσει  ο γάιδαρος ... Καταϊδρωμένοι και οι δυό, εφτάξανε αργοπορημένοι στο Καστέλι την ώρα που το παζάρι ήτανε στη φούρια ντου. Όλοι ξανοίγανε να κάμουνε τη δουλειά ντως το γρηγορύτερο, μα πιο πολύ οι στρατολάτες απούχανε και την έγνοια τση  επιστροφής.   Ο Παυλοκωσταντής εξεφόρτωσε στο στέκι ντου, ήδεσε παραπέρα το γάιδαρο και ήρχιξε νς διαλαλεί το πράμα ντου: 
Πατάτες καλές ...,μια κι ογδόντα η οκά... Η αργοπορία ντου δυσκόλεψε  τη πούληση αλλά κατά το μεσημέρι  είχε καταφέρει να ξεπουλήσει , ρίχνοντας μια δεκάρα πιό κάτω τη τιμή και κάνοντας υπολογισμό πως φτάνανε τα έσοδα τση πούλησης σκιάς για τα βιβλία του κοπελιού. Επέρασε από το φούρνο κι επήρε μια φρατζόλα κι ένα κουλούρι του κοπελιού, τάβαλε στο ντρουβά , έλυσε το γάιδαρο που περίμενε υπομονετικά , εκαβαλίκεψε και πήρε το δρόμο οπίσω για το Λασίθι. Οι άλλοι Λασιθιώτες  στρατολάτες που ήτανε πιό προκομμένοι, είχανε ήδη φύγει μα του Παυλοκωσταντή  δεν ίδρωνε τ´αυτί ντου.
Σε κι όντε πάμε...μουρμούρισε του γαϊδάρου που πήρε τη στράτα νωχελικά φορτωμένος το αφεντικό ντου. Ο γάιδαρος διαισθάνθηκε φαίνεται τη ραθυμία του αφεντικού ντου και κουρασμένος  κι αυτός από τη πρωινή προσπάθεια ,   έσερνε κυριολεκτικά τα ζάλα ντου στο χωματόδρομο. Είχε βραδυάσει μπλειό οντεν ήφταξε ο γάιδαρος στση Συκιάς το Νερό και σταμάτησε παραπέρα από το Χάνι , γνωρίζοντας τη συνήθεια τ´ αφεντικού. Εξεπέζεψε ο Παυλοκωσταντής  κι επότισε το ζωντανό ντου, τόδεσε  σε μια δεματαρά, κι εμπήκε στο Χάνι κατά τη συνήθειά ντου, να φάει πράμα και να πιεί ένα κρασί προτού να πάρει το ανεβόλεμα και τη κακοτοπιά προς τσοι Βόλιτες. Εκαλησπέρισε τη ταβερνιάρισα που καθότανε με τον άντρα τζη σε να τραπεζάκι και τρώγανε δυό ελιές με ένα κομμάτι ψωμί κι ήκατσε κι αυτός παραδίπλα τως . 
Πως επήε η πούληση, ερώτηξε ο άντρας τση ταβερνιάρισας, το Παυλοκωσταντή  κι εσκώθηκε να περιποιηθεί το πελάτη... 
Καλά επήε μωρέ Στεφανή μα ήργησα μιαολιά κι εβράδιασε μπλειό και δα παω νύχτα στο χωριό. Εξέκαμα και το γάιδαρο το πρωί από το ζόρε μου και προπατεί στανικός του. Πως διάολο δα τονε παω στο χωριό δε κατέχω ...
Κάτσε μωρέ να πιείς το κρασί σου και  δα κάμομε κολάι.. είπε με αδιόρατο χαμόγελο ο Στεφανής ποκάτω απ´ τη μουστάκα ντου. Είχε περάσει καιρός από το συναπάντημά ντως στη Μεσάδα και τη παραξήγηση που πήγε να γενεί με το χωρατό του Παυλοκωσταντή για τη κερά ντου. Δεν είχε από τότε δοθεί συνέχεια και το περιστατικό ξεχάστηκε από το Παυλοκωσταντή . Ο Στεφανής όμως το θυμότανε και εγύρευγε ευκαιρία να απαντήσει με ανάλογο χωρατό στον "αντίδικό" του... Στο νου ντου είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιο και φαίνεται πως ήτανε εδά η ευκαιρία ...              -Να φύγω θέλει Στεφανή γιατί δεν είναι μωρέ με τα καλά ντου το κτήμα μου και πως διάολο δα το παω στο Λασίθι δε κατέω καθόλου, είπε, κι ήλυσε το γάιδαρο από τη δεματαρά. 
Στάσου μωρέ να σου πω, του φώνιαξε ο Στεφανής κι εσίμωσε κοντά ντως. 
Να κιονέ το μπουκαλάκι, νέφτι έχει μέσα , πάρε  και μιαολιά μπαμπάκι που έχω επαέ. Εδά που δα πάρεις απάνω τσοι Βόλιτες, ανε θωρείς  και κολώνει ο γάιδαρος, βρέξε με κιονά πούχει το μπουκαλάκι το μπαμπάκι και βάλε το στο "πισινό" του γαϊδάρου . Πύραυλος δα γενεί , μα καλιά πάλι  ετσά παρά να τονέ κοπανίζεις με τη διχαλόβεργα. Ο Παυλοκωσταντής εξάνοιξε δύσπιστα το Στεφανή και του ξεφύσηξε χαμογελώντας:
Άσε με  μωρέ στο διάολο, που δα βάλω νέφτι στο κώλο του γαϊδάρου..... 
Πάρε το παράωρε και μαγάρι να μη σου χρειαστεί , επέμεινε ο Στεφανής. 
Χμμμ, κανόνισε να χάσω το γάιδαρο, μα βάσανά σου ύστερα.., είπε κι ήβαλε το μπουκαλάκι και ο μπαμπάκι στη τσέπη  ντου. Ήκαμε απάνω το χαλιναρόσκοινο του γαϊδάρου και του μίλησε χαϊδευτικά : 
Πάμε κακομοίρη να δούμε πως δα βγούμε τσοι Βόλιτες. Καλή βραδυά Στεφανή...
Επήρανε το δρόμο στανικός τως, γάιδαρος κι αφεντικό και πιο πολύ ο γάιδαρος...  Μόλις επεράσανε τον Αη Γιώργη στη Μεσάδα και πιάσανε το ανεβόλεμα στσοι Βόλιτες . ήρχιξε ο γάιδαρος  το αγκομαχητό  . Ο Παυλοκωσταντής, τη μια με το συργούλιο, την άλλη με αγριοφωνάρες, χριστοπαναγίες και τη διχαλόβεργα, εκαταφέρανε κι δυό και φτάνανε στο μεσοστράτι στσοι Βόλιτες. Εκειά εστάθηκε ο γάιδαρος κι δεν εσάλευγε με τίποτα. Ήκατσε παραδίπλα κι τ´ αφεντικό για να πάρει τον αέρα ντου. 
Αναθεμάτονε και δε δα τονε πάω στο χωριό, εμουρμούρισε.... Εκεινιά τη στιγμή  θυμήθηκε το μπουκαλάκι με το νέφτι .
 Λες να κάμει δουλειά ; ....Για να δούμε μωρέ, εψυθίρησε και κάνει τη συνταγή του Στεφανή. Σηκώνεται και τρίβει το πισινό του γαϊδάρου με το μπαμπάκι  που μούσκεψε στο νέφτι.  Σύρνει πήδο ο γάιδαρος και παίρνει απάνω τη στράτα. 
Ήπιασε , εφώνιαξε ενθουσιασμένος και πήρε αξοπίσω το γάιδαρο, που ανέβαινε τ´ ανεβόλεμα σαν νάτανε σώπατο. Κλουθά ξωπίσω ο Παυλοκωσταντής , μα ύστερα από δυό-τρεις στροφές ήρχιξε να κολώνει. Ο γάιδαρος επήγαινε τση μπάλας και ξέφυγε ομπρός   δυό τρεις στροφές. Ήπιασε πανικός το Παυλοκωσταντή. 
Αναθεμάτονε, να ξεστρατίσει θέλει πουθενά και δα τονε χάσω , εσκέφτηκε.    
Ήντα δα κάμω εδά; Εκειά  απάνω στο πανικό ντου, του κατέβηκε η φαεινή ιδέα, να κάνει του πισινού  ντου ,  ότι ήκαμε του γαϊδάρου ... Ήρπαξε ο κώλος του φωθιά και πήρε απάνω σαν αγριόγιδα....  Οντεν εσωπάτιζε στου Τσούλη το Μνήμα , είδε στη κάτω μπάντα τςη Χορτασάς το γάιδαρο να πηγαίνει τσουράς προς το χωριό. 
Να τονε φτάξω θέλει  εσκέφτηκε και πήρε κάτω το χύμα. Μα που... ο γάιδαρος είχε ακόμη ζόρε στο πισινό ντου... Μα πιό πολύ είχενε ο Παυλοκωσταντής , που στο σώπατο του κάμπου εμάρσαρε παραπάνω κι εσίμωσε καλά του γαϊδάρου . Είχενε μπλειό ξεθυμάνει το νέφτι στο πισινό  ντου και ήκοβε αυγά σιγά αποκαμωμένος ταχύτητα . Έφτανε κιόλας στο σπίτι ντως. Ακριβώς εκειά στο σπίτι ντου ομπρός τονε κατάφταξε κι  ο Παυλοκωςταντής κατακόκκινος από το ζόρε, μα και το νέφτι να συνεχίζει να τονε γαργαλεί στο πισινό .Βάνει τσοι  φωνές τση κεράς  του που βγήκε να τσοι καλωσορίσει:
 Γυναίκα , δέσε το γάιδαρο και πότισέ τονε, γιατί εγώ χω μια παραγγελιά παραπέρα να πάω , είπε και ξεχύθηκε προς τη μπάντα του κάμπου να κάψει το υπόλοιπο ...νέφτι που του γαργάλιενε ακόμη το πισινό...

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΣΗ ΣΥΚΙΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ (1ο)



Αξημέρωτα τη περασμένη Κυριακή, μια μεγάλη μπατούλια από Λασιώτες, Καστελιανούς και άλλους εραστές των Ορέων, εκκρεμάσαμε τα βουργιάλια στον ώμο, επεράσαμε τη κατσούνα στη μέση κοντραριστή με τα χέρια για να κρατεί ορθή τη ραχοκοκκαλιά μας και πήραμε απάνω από τη Λύκτο, στράτα-στράτα στο ντορό του Μίνωα, να πάμε στο ΔΙΚΤΑΙΟ ΑΝΤΡΟ, ετσά που τόκανε κι ο Μίνωας που πήγαινε να τονέ φωτίσει ο Μεγάλος Θεός της Δίκτης για να κυβερνά καλά το λαό ντου. Μινωική διαδρομή, λέμε , κάτι ήξερε ο Μίνωας, ας προπατήξομε κι εμείς και ότι ξεχαρτζίσομε... Και μόνο η βραστή αίγα του Σηφογιάννη, που ανημένει κάθε χρόνο στου Τσούλη το Μνήμα, είναι σοβαρός λόγος να μπούμε στο κόπο... Εγώ βέβαια ο "έξυπνος", που προτοστάτησα να καθιερωθεί αυτή η πεζοπορία πριν από εννιά χρόνια, το πήγαινα και παραπέρα ... Είπα, κουμαντάρης είμαι στο Λασίθι, ας πάω μπας και με φωτίσει ο ΔΙΑΣ , να κάμω πράμα καλό των ανθρώπω να μη με βλαστημούνε μόνο... Μα  δεν είδα γω διαφορά , αν είδανε οι ανθρώποι δε κατέχω... Μπορεί και να φταίει που δε κατάφερα να φτάξω ποτέ στη πόρτα του Σπήλιου, με το βάρος που φόρτωνε στο στομάχι μου ο Σηφογιάννης με τσοι μεζέδες του... Ετσά λοιπόν δεν είδα γω θεού πρόσωπο... Οφέτος, κατά τη συνήθεια, εξαπήα στη "Μινωική διαδρομή ". Εποχούμενος όμως στο ματρακά μου. Ήπιασα τη κουντούρα τση πορείας κι ανεμάζωνα τσοι κιοτήδες με πρώτη τη Μαργή που κιότεψε νωρίς από τον Αη-Γιώργη... Απόλαυσα καπετανιά από το φορτηγάκι μου, μα εκειά απάνω στη καπετανιά του σωφέρη που βλέπει από πιο ψηλά τσοι πεζοπόρους , επροσπέρασα χωρίς να δω τση ΣΥΚΙΑΣ ΤΟ ΝΕΡΟ... Στη στάση τση Μεσάδας, οι πεζοπόροι ( πρώην συνοδοιπόροι...) με ρωτήξανε γιάντα δεν εσταμάτησα στση Συκιάς το Νερό, να τοσέ πω , όπως κάθε χρόνο , πιπεράτες ιστορίες που κατέχω από τα παιδικά μου χρόνια σχετικές με τη τοποθεσία αυτή ...
-Δεν είχα μωρέ φρένα, ούτε στο νου ούτε στο αμάξι. Μα για να μην έχετε παράπονο, οφέτος δα τσοι γράψω στσοι εφημερίδες, να τσοι διαβάζετε όντε θέτε..τως είπα.
Επήρανε αυτοί απάνω το ανεβόλεμα στσοι Βόλιτες και εγώ εγυάγυρα  πίσω να πάρω απάνω από τον αμαξώτό, προς τση Καρράς το Πηγάδι για να τσοι  ξεμπροστιάσω στου Τσούλη το Μνήμα. Εστάθηκα και ανεγογύρεψα τση Συκιάς το Νερό. Ανακουφίστηκα γιατί είδα πως δεν είχε μειωθεί η αντίληψη μου στο προηγούμενο πέρασμα. Ο τόπος έφταιγε. Η συκιά είχε σύριζα  αποκοπεί  ( κακό αυτό ) και το παλιό γκρεμισμένο Χάνι είχε περίτεχνα ξαναχτιστεί (καλό αυτό). Δικαιολογημένη η παραγνωρισά, εσυλογίστηκα...
Κατά την υπόσχεσή μου στσοι πεζοπόρους της Μινωικής Διαδρομής, ξεδιάλεξα τρεις (3) καλοαρτυσμένες ιστορίες για το σημείο, που έχω ακουστά από το Κύρη μου και άλλους χωριανούς μου λίγο πιο παλιούς από μένα... Διαλέω τη πρώτη να σας τη πω σήμερο κι από βδομάδα την άλλη και  τη παραπάνω τη τελευταία ...Να περιγράψομε σιγά σιγά τη ξεχασμένη ιστορία που έζησε η γενιά μου σε αυτή τη διαδρομή , ακολουθώντας το Μίνωα από τότε χωρίς να κατέχομε ούτε την ιστορία ντου...( επειδή δεν είχαμε internet και FB..)
Λοιπόν προχωρούμε ....
Σεπτεβριάδες στο Λασίθι. Οι πατάτες ( κύριο εισόδημα ), είχανε μπει οι πιο πολλές στην αποθήκη και η έγνοια ήτανε να πουληθούν , να πλερωθεί η τράπεζα , τα χρέη στο μπακάλη και χίλιες δυό άλλες υποχρεώσεις . Ανοίγανε και τα σκολειά και θέλανε και τα κοπέλια ένα σωρό λεφτά στα βιβλία. Τα πληρώνανε τότε τα βιβλία εκτός και είχανε χαρτί απορίας από τη κοινότητα , για να τα πάρουνε ΔΩΡΕΑΝ. ( εγώ διέθετα τέτοιο ευτυχώς...).  
 Οι λύσεις τότε δεν ήταν εύκολες . Τα αυτοκίνητα ελάχιστα . Έμεναν μόνο τα αχυροκίνητα συμπαθή τετράποδα που σήκωναν το μεγάλο βάρος, να "στρατευθούν" οι πατάτες οθέ το Καστέλι ή το Αρκαλοχώρι στα παζάρια και να πουληθούν. Για τα χωριά τση  νοτιοδυτικής μπάντας του Λασιθιού, ο μόνος δρόμος ήταν αυτός από Χορτασά Τσούλη μνήμα ,Βόλιτες , Συκιάς Νερό , Κασταμονίτσα, Ξιδάς, Καστέλι . Πολύωρη κοπιαστική πορεία για ζώα και αγωγιάτες... Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο Χάνι στης Συκιάς το Νερό. Μια στάση εκεί αποβραδίς και λίγη ξεκούραση, έδινε και την ευκαιρία να κατεβούν από νωρίς το πρωί οι αγωγιάτες του Λασιθιού στα παζάρια, έχοντας κάνει από τη προηγούμενη το απόγευμα τη δύσκολη διαδρομή στσοι Βόλιτες ( Μινωικό μονοπάτι).
Η στάση στο Χάνι του Νερού της Συκιάς , ήταν σπουδαία για τους στρατολάτες και έξυπνη "επιχείρηση" για το μαγαζάτορα...                     
Ο Παυλοκωσταντής από το Ψυχρό, εβαροφόρτωσε το γάιδαρο πατάτες, και όντε ήθελε δυό-τρία  κοντάρια ο ήλιος να βασιλέψει , εμπήκε στη στράτα για το παζάρι της επόμενης στο Καστέλι. ... Επαρακράθιε το γάιδαρο και τονέ συργούλευε στο δρόμο σαν το κοπέλι, με χαραχτηριστική τρυφεράδα, στεριωμένη στη πολύχρονη κοινή ταλαιπωρία με το τετράποδο πιστό βοηθό ντου, στσοι στραθιές , τα οργώματα και τ´ αλωνέματα... Ο γάιδαρος ξεκούραστος και απολαμβάνοντας το κανάκι του αφεντικού, επέρασε στα γρήγορα το Χώνο, τη Χορτασά  κι ήπιασε  το ανεβόλεμα για του Τσούλη  το Μνήμα. Ζορισμένος  ο κακομοίρης από το φορτίο και τον ανήφορο , εμόλαρε μια ριπή "βροντώδους μεθανίου" ίσα στη  μούρη του Παυλοκωσταντή, που ξεφούσκωσε  αηδιασμένος....  
-Ω ανάθεμά σε  γαϊδουριά, εσφύριξε  του  γαϊδάρου. Ναα... ξεγηβεντισμένε... και τούδωκε απλόχερα δυο πούλους, που μάλλον δε κατάλαβε το ζωντανό ...                                                Ότι ώρα  επογυρίσανε στο χυματερό στσοι Βόλιτες, ήστρωσε η δουλειά και στο λιόγερμα εσωπάτησε στον Αη-Γιώργη στη Μεσάδα. Εκειά ήρθε κούτελο με ένα ρωμαλέο αγωγιάτη που ερχότανε από τη μπάντα του Αβδού. Ώρα πολύ κουβέντιαζε μόνο του γαϊδάρου ο Παυλοκωσταντής  και ανακουφισμένος εκαλησπέρησε το άγνωστο  συναπάντημα ντου.
 -Καλησπέρα  κουμπάρε, απηλοήθηκε ο άλλος, ήντα λαλείς ατά, πατάτες; 
-Πατάτες κουμπάρε , για το παζάρι αύριο .
-Κι από δα μπρε κατεβαίνεις στο Καστέλι ;
-Όχι κουμπάρε , ατέ παραπέρα στση Συκιάς το Νερό, δα ξεφορτώσω, να ξεκουράσω το ζωντανό μου, και αξημέρωτα αύριο δα ξαναφορτώσω , να μπω μάνι μάνι στο Καστέλι να ξεπουλήσω  ογλήγορα, να γιαγύρω με την ώρα μου στο Λασίθι. Ατά στο Χάνι δα κάτσω κι εγώ, ανέχει κιανένα μεζέ ψημένο η μπιρμπιλομάτα που το κάνει να πιω κιανένα κρασάκι, να πούμε και κιανένα αστείο  με τη ταβερνιάρισα  να περάσει η αργατινή, εξομολογήθηκε ο Παυλοκωσταντής του άγνωστου , χωρίς να υποψιάζετα, πως η γυναίκα τση ταβέρνας ήτανε δική ντου και το χωρατό που τούκανε, ήτανε βαρύ για την εποχή εκείνη...
-Μούλε, εφώνιαξε  κρύβοντας το θυμό ντου ο άγνωστος, χωρίς να πει κουβέντα και εχτύπησε τα στιβάνια ντου στα πλευρά του μουλαριού που εκαβαλίκευε. Το μουλάρι τινάχτηκε μπροστά και έφυγε τρεχάτο με το καβαλάρη ντου.
-Στάσου μπρε, στάσου να πηγαίνομε  μαζί μέχρι το Χάνι τση Συκιάς το Νερό , να μου κάνεις παρέα , να κουβεντιάζομε κιόλας...εφώνιαξε ο Παυλοκωσταντής .
-Ναί, είδες τουλόγου σου ... Κοντό δε κουβεντιάζεις όμορφα..., απάντησε διαολισμένος      ο άγνωστος και χάθηκε από πίσω από τσοι πρίνους γαμωσταυρίζοντας το ξετσίπωτο στρατολάτη .
( Από βδομάδα η συνέχεια, απούναι πιο αλατοπιπεράτη...)

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Πω πω τι βλέπουν τα μάτια του Μετροπόντικα στον Αποσελέμη...!!!!


Οι Ορέοι παρουσιάζουν "αποκλειστικό" φωτό-ρεπορτάζ  από αυτά που βλέπουν τα μάτια του Μετροπόντικα... Ναι εκείνο το μηχάνημα-θηρίο που πήρε τον ανήφορο από τις Γωνιές, να βγει στο Λασίθι, ανεμουρίζοντας μέσα στο βουνό, να ανοίξει τρύπα και να κατεβάσει τα περισσευούμενα νερά του ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ στο φράγμα Αποσελέμη για  να ξεδιψάσουν οι ανθρώποι στη Χώρα, στη Χερσόνησο  και στον Αη-Νικόλα. Ζορίζεται φαίνεται η δουλειά πότε πότε, μα η τεχνολογία είναι ανίκητη και οι ανθρώποι που λαλούνε το "θηρίο" κατέχου τη δουλειά ντος... 
Θαρρώ όμως πως θάτανε καλιά, ( υπουργοί Σπίρτζη,Μπόλαρη κ.ά. αρμόδιοι και άσχετοι ...), να σάσετε εδά ντελόγω ( εδώ και τώρα που λέγαμε κάποτε...)  τα δίκτυα που ετάξετε των ανθρώπω στο Λασίθι να ποτίζουνε τσοι πατάτες και τα φασούλια, αλλιώς δε σας σε βλέπω καλά ανέ πουφουμίσει ο Δίας... Εγώ πάντως του τα είπα οπροχθές που εκατέβηκε από τη ΔΙΚΤΗ να πιούμε ένα έρωντα  στο Λιμνάκαρο και τον είδα και αγρίεψε... Καλά, άφησέ μου τσοι και γω δα σου τσοι  ποσορέψω...μούπε και πήρε πάλι απάνω προς τη κορφή τση Δίκτης...
( πρωί πρωί σήμερο μούπεψε τσοι φωτογραφίες που θωρείτε τυλιγμένες με αντίκταμο και με σημείωμα στη γραμμική γραφή πάνω σε φασκομηλόφυλα: " Κάνε μου τσοι γούστο από δα κι ύστερα.... Δίας"





Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Ο Θεριόπρινος του Καθαρού



▶️Νοτιοδυτική  περιοχή του Ορέου οροπεδίου Καθαρού, κάτω από τη κορυφή Λάζαρος της Δίκτης.
( ...ας όψεται ο Καδής που δεν είναι εδαφική περιφέρεια του οροπεδίου Λασιθίου ...)
▶️Τοπονύμιο: Θεριόλακκος

▶️Σε πρόσφατο βιαστικό πέρασμα μου από τη περιοχή, βρέθηκα στον ασκιανό ενός απίστευτα μεγάλου Πρίνου ! (...ναι απ´ αυτούς που φτιάχνονται οι Γιώργηδες ...)
Αυτοανακηρύχθηκα εντυπωσιασμένος από το γιγάντιο πρίνο, σε "σάντολο" (ανάδοχο) και τον βάφτισα επιτόπου "Θεριόπρινο". Έτσι θα τον λέμε από τώρα και μετά. Δεν είχα τα κατάλληλα μέσα , αλλά θα σας τον παρουσιάσω έστω και όπως όπως...
▶️Σύμφωνα με τις περιγραφές των φίλων που με συνόδευαν :
    > Περίμετρος επαφής με το έδαφος : 24 μέτρα 
    > Περίμετρος στη μέση του κορμού ( πάνω από το έδαφος) : 9 μέτρα .
    > Εσωτερικός χώρος ( κουφάλα του δέντρου ): Ένα μικρό δωμάτιο όπου θα μπορούσουν 
       άνετα να κοιμηθούν σε υπνόσακους 10 άτομα.
     >Ήταν την γερμανοϊταλική κατοχή ( όχι τη σημερινή...) κρυψώνας Εγγλέζων   
        Αντιστασιακών με τους ασυρμάτους  τους.
     > Θεωρείται ο μεγαλύτερος πρίνος που υπάρχει .
     > Ηλικία: εκτιμάται άνω των χιλίων ετών
     > Δεν πρόλαβα να μάθω τίποτα άλλο... Ξέρετε να μου πείτε;
▶️Ένα πραγματικό μνημείο της φύσης που εκτιμώ ότι έχουν ανακαλύψει πριν από μένα χιλιάδες Ορέοι και ευαίσθητοι Αγιονικολιώτες φυσιολάτρες, ( και όχι μόνο),που δεν έτυχε να δώ τις δημοσιεύσεις τους. 
▶️Δεν ξέρω αν έχει επίσημα κηρυχθεί " φυσικό μνημείο", όπως ο πλάτανος στο Κράσι, ο Δρυγιάς του Μαντελένη στις Κορφές κ.ά.. Αν όχι, νομίζω θα έπρεπε...
(Δείτε φωτό)

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Οι γιορτές των προβάτων...

Κουρές: εποχιακή γιορτή των Ορέων...
Το κάλεσμα, η κουρά , το ζιαφέτι...
Οι εγκάρδιες προσκλήσεις των κτηνοτρόφων περιλαμβάνουν εκτός των " κουρέων" και φίλους, να περάσουν για ένα κρασί από τη μάντρα, σ´ αυτή τη ξεχωριστή γιορτή των προβάτων...
Στο κομμάτι  της όλης διαδικασίας " ζιαφέτι" πηγαίνω κι εγώ μετά χαράς...( Ζιαφέτι, λέξη δανεισμένη από τα τουρκικά  ziyafet= φαγοπότι, γλέντι, ξεφάντωμα..)
Εκεί στο ζιαφέτι, βρέθηκα κι εγώ προχθές στη " Μαγερεύτρα ", απευθείας και ...συμπτωματικά!!!
Απεναντί μου ήρθε και κάθησε  ο Γιώργης, ( αυτός όμως ήταν κανονικός κουρέας, όχι ζιαφετάς, όπως εγώ...)
Πρώτη του κίνηση μετά τις χαιρετούρες , έβγαλε κι εναπόθεσε μπροστά του ένα μέτριο σουγιά ( OPINEL...φυσικά). - Το δόντι μου, εμονολόγησε. - Μα ήντα λες τον ανέκοψα, τα δόντια σου τα θωρώ αστραφτερά και ολοκαίνουργια, ήντα το θες το μαχαίρι;...
-Χμμ, μιας χρονιάς εξισωτική μου στοιχήσανε φίλε και αυτά επειδή ήμουνε εγώ και μούκαμε σκόντο ο Καλύκης... Να μη τ´ αποξανοίγω;.. (Είπε κι εσκάσαμε στα γέλια...)


Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

ΟΡΕΩΝ ΠΑΘΗ

       
        


- Ω αναθεμάτονε κάψα και να ξεκαπακώσει θέλει η κεφαλή μου..., εμουρμούρισε ο Αρχοντογιώργης στο πόρο τση μάντρας απού καθότανε, στο έμπα του Λιμνάκαρου, πιο πώδε από το Άγιο Πνεύμα. Ο ασκιανός του πρίνου που σήκωνε θεόρατο ανάστημα από το διπλανό κοπράνι και ασκένιαζε το καθούρι ντου, δεν ήτανε φαίνεται αρκετός να δροσερέψει τη κάψα ντου κι ήβαλε τσοι φωνές: 
- Μπρε συ Μαργή, μα δε καψώνεσαι εσύ;
-Για γροίκα , απάντησε μπαϊλτισμένη η γρά ντου, που ήτονε λουπασμένη στη μέσα μπάντα στο τυροκέλι, με ανεσηκωμένη τη μπολίδα στη κεφαλή τζη κι ήβρεχε το λαιμό τζη με νερό από το λαϊνι για να δροσίζεται μιαολιά στο σταύρωμα τση μέρας.
-Α δεν αερηνίσει κακομοίρα μου απόψε, να φύγει ετούτη η αφούσα, δε μας σε θωρώ καλά αύριο, ούτε εμάς ούτε τα πρόβατα, είπε κι εξάνοιξε στη ρίζα του πρίνου που ήτανε σταλισμένες καμιά τριανταρά προβατίνες κι ελέχουντο σα το σκύλο οντε γιαέρνει απ'το κυνήγι του λαγού.
-Ευτυχώς που επήρανε τα κοπέλια μας κάτω να πάνε στο Μετόχι στο Γιαλό, να ποτίσουνε τσ'ελιές και να κάνουνε και μια βουτακιά στη θάλασσα, να μη σκάσουνε κι αυτοί επαέ, είπε η γρα με ξαφνική τρυφεράδα στη μιλιά τζη.
-Μαργή ν'ανοίξεις παραϋστερα το ράδιο ν' ακούσομε το καιρό κι ανέ πει πως δα νάναι κι αύριο ετσά, να κάνομε το κολάϊ μας. Να ξωμείνουμε απόψε επαδέ  νάχομε την έγνοια των οζώ κι αύριο που δα νάναι επαέ τα κοπέλια, να πάρομε κάτω κι εμείς με το ματρακά μας, να κατεβούμε στο γιαλό, να δούμε τσ'ελιές, να βάλομε και τα πόδια μας μιαολιά στη θάλασσα να δροσερέψομε.
-Καλή ναι η κουβέντα σου απηλοήθηκε η Μαργή και εμεταξέσυρε προς τη πόρτα για να τονε θωρεί κι ήρχιξε αγριεμένη τη μουρμούρα :
-Να πάμε μα νάσαι σα τον άνθρωπο και να κάτσομε και παράπαντα στο μεγάλο αλμυρίκι, να μη θωρούνε οι ανθρώποι τσοι ζάρες μας να μας σε παίζουνε. Και γιάε, μη μου κάνεις τα περισυνά που ξαναπήαμε και πήρες προς τα πέρα και ξάνοιγες κατσά κατσά τσοι γυμνόκωλες που λιάζανε τα βυζά ντος από πίσω από το Μαύρο Χαράκι; Χμμ κανόνισε να μας σε κάνει ο κόσμος σείρι... Θυμάσαι ηντάπαθες που γιάυρες κατακόκκινος στο αρμυρίκι και πήγαινες λοξά λοξά να μη δω το φούσκωμα απούκαμε ο "Νότος" στα σκέλια σου; Κι ύστερα ήθελες να μου συντράμεις κιόλας να σηκωθώ από τον άμμο και μ´άρπαξες π´ανάθεμά σε, απού τη μουσταρά και τα χρειάστηκα, σάματις ήμουνε αίγα; Δε θέλω ετσά ξεγιβεντίσματα. Και εξανοίγανε και οι τσουρίστες από πιό πώδε... Ααα όλα κι όλα ... Άσε
τη λαχτάρα που πήρα που θάρουνε πως δα σούρθει κόλπος...
-Είδες του λόγου σου; Επείραξέ σε πάλι η αντρειγιά μου...
θάμασμα να σου δώσει ετσά βαρβαρικό ... Έλα έλα, βγάλε το πορόκλαδο να ξεσταλίσουνε τα οζά, να πα να βρούνε πράμα να βοσκηθούνε και το πρωί μετά που θα απορμέξουμε δα κάμομε κουμάντο...


Εξημέρωσε ο θεός την άλλη μέρα, παραμονή τ´Αγίου Πνεύματος και σηκώθηκε ο Αρχοντογιώργης να αρμέξει, με τσοι γυιούς του που ήρθανε στο μεταξύ και πήρανε τη κατάσταση των οζώ στα χέρια ντος... Εκαλωσόρισε η γρα  τα καμάρια τζη και ρώτηξε για τα χειμαδιά ντος και το μετόχι στο γιαλό. Απηλοήθηκε ο πιό μεγάλος , ο Κωνσταντής: 
-Κάψα μάννα, κάψα κι ατά κάτω που σκα ο ήλιος τη πέτρα. Αμολήσαμε το νερό στς´ ελιές και μπήκαμε στη θάλασσα μέχρι το βράδυ που φύγαμε...
-Εκειά κάτω θέλει να με πάει σήμερο ο κύρης σου, να περάσει λέει η ώρα μας  και να γιαύρομε το βράδυ να κάμομε αύριο το πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος.
-Να πάτε μάννα, καλά δα περάσετε. Εμείς δα σφάξουμε επαδέ ένα πρόβατο με το Νικολή, να το βράσουμε αύριο ανέ φανεί κιανείς γνωστός στο πανηγύρι, να του φωνιάξομε να πιούμε ένα κρασί στη μάντρα.
-Μπρε συ Γιώργη, συμφωνούνε 
και τα κοπέλια να κάμομε την εκδρομή μας σήμερο στο Γιαλό...
-Ε ανεμάζωξε πράμα να κρατούμε να φάμε εκειά κάτω, ήντα θαρρείς πως δα σε πάω και στο εστιατόριο ; Κρίση έχομε . 

Επήρε κάτω  το ζευγαράκι μας κουτσά στραβά με το ματρακά ντος και επρολάβανε και τον ασκιανό  στο μεγάλο αρμυρίκι άπιαστο από τουρίστες. Έστρωσε η γριά μια κουρελού  στον άμμο κι επήε οπίσω απο το αυτοκίνητο να βάλει την εντυμασά τση θάλασσας. Μέχρι να γιαύρει ο Αρχοντογιώργης εφόριενε μόνο το μπατζακάτο σώβρακο  και ξάνοιγε προς το μαύρο Χαράκι ...
Ήντα ξανοίγεις Γιώργη, δε θωρείς τα χάλια σου;
Τα δικά σου να ξανοίγεις, της απάντησε νευριασμένα. Εσώπασε η Μαργή κι πήγε κι ήκατσε στην άκρα τση θάλασσας... Από κοπέλι της άρεσε να θωρεί το απέραντο μπλε χρώμα τσης και να περιεργάζεται τα σιντερένια καράβια που πλέγανε πάνω τζη χωρίς να βουλιάζουνε. Ποτέ δε το κατάλαβε αυτό και ήταν μεγάλη η απορία τζη, πως σήκωνε τέτοια καράβια η θάλασσα κι αυτή μόλις έπιανε άπατα νερά επήγαινε στο πάτο...περίεργα πράματα , μα και ποιό να ρωτήξει να μάθει,  που φοβόταν τη καζούρα... Ξεχάστηκε και κάποια στιγμή θυμήθηκε που βρίσκεται. Ανεμαζώχτηκε και γύρισε στο αρμυρίκι μα ο Αρχοντογιώργης ήτανε άφαντος. Κατάλαβε και ξάνοιξε προς το Μαύρο Χαράκι. Είδε ντονε σκαλωμένο στη δεξά μπάντα, ακίνητο λες και σήκωναν τα Άγια στην εκκλησία...
-Εδά δα σε ποσορέψω εγώ εμουρμούρισε και πέρνει πέρα τρεχάτη. Μα δυο τρία ζάλα πριν τονε πιάσει στα πράσα, γίνεται το κακό: Πατεί  τη πέτρα την αυγουλάτη και πάρτηνε ανάσκελα στον άμμο και τσοι πέτρες... Βάνει φωνή μεγάλη από τρομάρα κι από πόνο κι ήπιασε σύγκρυο τον Αρχοντογιώργη... Μα και απογοήτευση ... Αρχίζουνε κι δυό πρώτα τα παράπονα στο θεό .. Η Μαργή γιατί μαζώξανε ένα κάρο στρογγυλές πέτρες απάνω στο γιαλό-ήντα κοντό τσοι θέλουνε τόσεσάς- κι ο Αρχοντογιώργης που τον ήκοψε η κραυγή τση γράς την ώρα που κατέβαζε η ορθοκάπουλη ξανθιά και το βρακάκι τζη, να τα δείξει όλα του ήλιου... Δεν εγινότανε να τσακιστεί ένα λεπτό αργότερα...; Άσε που στο ζόρε ντου να κατεβεί απ´ το Χαράκι εγενήκανε τα χέρια ντου σαν να τα φάγανε οι σκύλοι. 
Ώφου συμφορά μας εσιγομουρμουρίσανε κι οι δυό και κάμανε το σταυρό ντος...
-Ντουγρού στο νοσοκομείο Μαργή, δε θωρώ καλά το πόδα σου...
-Κι εγώ τα χέρια σου Γιώργη, που τα κατάγδαρες. Πάμε..                       

Μα που και πως να πάνε, που πήγαινε τ´αμάξι ίσα τση μύτης του και ήτανε κι όλο γκρεμούς δεξόζερβα... Μα ήπεψε ο θεός το άγιο Πνεύμα και ήπιασε το τιμόνι κι επήανε στο νοσοκομείο και βάλανε τα κόκαλα στη θέση ντος και τα τσιρότα στσοι λαβωματιές...  
-Σκέψου Μαργή ήντα δα πούμε τω κοπελιώ , εδά που δα πάμε στο χωριό, γιατί ανε πούμε την αλήθεια δε μα σε ξεπλένει ούτε το φράγμα Αποσελέμη.
- Το άγιο Πνεύμα δα μας σε φωτίσει, μόνο κάμε το σταυρό σου να φτάξομε στο χωριό. Του χρόνου δε κουνούμε απού τη μάντρα που να καίγεται ο κόσμος...

ΓΜ
21.6.2016

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Οι μέλισσες στον ανηφορά του Λιμνάκαρου...



Στο Μετόχι μου στο Λιμνάκαρο ήρθε κι εκόνεψε στον ανηφορά καμινάδα ), ένα μελίσσι Έχω κονέψει φιλοξενήσει στο κονάκι μουκι άλλες φορές μελίσσια και στον ανηφορά για δεύτερη φοράΜε κάποιο τρόπο ,  έκανα το κολάι ντος κάθε φοράμε μελισοτρόφους της περιοχής... Φέτο μου άρεσε πιό πολύ η επίσκεψή τους στη καμινάδα μου,  γιατί έχει κι ένα συμβολισμόθυμίζει Αη Βασίλη που μπαίνει και φέρνει δώρα από τσοι καμινάδες τω σπιθιώ....Κι εγώ σα το ...κοπέλιτο εκμεταλλεύτηκα Οφέτος δε μου κρατούσανε  πράμαΜα επαράγγειλά ντος οπροχθές που ´πεψα και τς´ ανεμαζώξανε φίλοι μελισσοτρόφοι, να μου κρατούνε όντε ξανάρθουνε, ένα βαζάκι "βασιλικό πολτόπου τρώνε κι αυτές και μεγαλώνουνεμήπως μπορέσω κι εγώ και  τ´ άκρα μου, απού κοντύνανε από το βάρος τω χρονώ, να μεγαλώσουνε λιγάκι.... Είπανε ναι... Να δούμε...

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ένα αλλιώτικο οδοιπορικό...


Εσφίξανε οι κάψες στ´ Όρη... 
-Διαόλοι μέσα ντου ετσά καιρός...ούτε στο Λιμνάκαρο δε βρίσκω ησυχασμό... Κι πήρα κάτω, οθέ ντο γιαλό , να δροσερέψει ο νους μου και να χορτάσει τ´αμάτι μου απεραντοσύνη...και να ξεφύγει από τη μικρότητα του ...κάθε μέρα τα ίδια... 
Ύστερα είναι κι αυτή η πλανεύτρα θάλασσα...
 -Και πήρα κάτω στο γιαλό. Όχι στο περιγιάλι,  μόνο σε δέτες άγριους και βράχους κοφτερούς σαν τ´αοριού...έτσι για να ισορροπεί ο νούς μου...
-Μέρες είχα στη σκέψη μου μια τέτοια μπονάτσα, απού θα μ´άφηνε να σιμώσω στους γούσπους της ακροθαλασσάς και να μαζώξω αλάτσι ή αφρό όπως τόνε λένε οι σκέτοι ακροθαλασσίτες, για ν´αλατίζω το βραστό κρέας τ´αοριού μου και νάχει διπλή νοστιμάδα...
-Μα ελογάριασα χωρίς το ξενοδόχο... 
- Επέρασα το Κουδούμαλο ( χωριό του Μεραμπέλλου), και πήρα το κατήφορο τ´ αγαπημένου μου μονοπατιού για το ησυχαστήριο, που κατεβαίναμε σ´αλλοτινούς καιρούς πεζοπορώντας ( μόνο στο κατήφορο...), με το μακαριστό αξέχαστο δεσπότη μας, Κυρού Νεκτάριο, κάθε παραμονή τ´ Αγίου Αντρέα...
-Υποψιάστηκα  από την αρχή της κατηφόρας βλέποντας δεξά ζερβά του δρόμου απομεινάρια κουρασμένων πεζοπόρων... 
Κουβέρτες ,μπουφάν, ζακέτες, σκούφοι, κάλτσες , άδεια και μισοάδεια μπουκάλια νερού και άλλα είδη ρουχισμού που ο ανήφορος και η κάψα τα έκαναν βάρος περιττό κι αβάσταχτο...Σε δυό τρία σημεία με λίγα δέντρα που έδειχναν όαση στην έρημο, απλωμένες κουβέρτες και άλλα ίχνη, ενημέρωναν εύγλωττα για το ξαπόστεμα και την  ανασεμιά κάποιων κουρασμένων ή αδυνάτων...
-Τότε μου ήρθαν στο νου ( ναι αρκετά καθυστερημένα είναι αλήθεια ...), οι χθεσινές ειδήσεις των τοπικών ειδησεολόγων, για την εμφάνιση 130 προσφύγων στην περιοχή, που φιλοξενούνται ήδη στο κλειστό γυμναστήριο της Νεάπολης...
-Συνέχισα εποχούμενος ανάποδα το οδοιπορικό της απελπισμένης προσφυγιάς... Έφθασα στο πάτο της απότομης ξεροπλαγιάς, πιό κάτω από το ησυχαστήριο του Αγίου Αντρέα, στο μικροσκοπικό όρμο που σχηματίζεται εκεί. Πλησίασα και αντίκρυσα αυτό που δεν μπορώ να περιγράψω μα και που δύσκολα θα καταλάβετε από τις φωτό που σας παραθέτω...
Όλη η μικρή παραλία είναι γεμάτη από σωσίβια,        κουβέρτες , ρούχα κάθε είδους, μικρά και μεγάλα δοχεία νερού , παπούτσια , σκεύη, καλλυντικά , οδοντόβουρτςες, σαμπουάν, αραβικές πίτες και άλλα τρόφιμα και δεκάδες άλλα μικροαντικείμενακαι είδη ρουχισμού...
 -Τίτοτα δεν έδειχνε ιδιαίτερη φτώχεια ή ρακένδυτους επαίτες.Τουναντίον θα έλεγα...
- Διάβαζες όμως εύκολα την απελπισία και την απόγνωση...
-Έκατσα σε μια πέτρα, χούφτωσα το πηγούνι μου και έκλεισα τα μάτια...Προσπάθησα να ακολουθήσω, με τη σκέψη μου, ανάποδα τη διαδρομή που έκαναν αυτοί οι άνθρωποι...Κι έζησα πολλά σ´ αυτό το νοερή οδοιπορικό...
- Είδα τα κύματα της θάλασσας να θέλουν να με καταπιούν, άκουγα μωρά να κλαίνε γοερά και μάνες να κραυγάζουν απελπισμένα, είδα άνδρες μελαψούς να κοιτάζουν τον ουρανό και να ζητάνε βοήθεια απ´το θεό τους, διέκρινα τους δουλέμπορους να συνομιλούν ψυθιριστά και να κοιτάζουν με απάνθρωπο βλέμμα το φορτίο των ψυχών που κουβαλούσαν , είδα παιδάκια και μεγαλύτερους να πνίγονται στον εμετό τους και να προσπαθούν απεγνωσμένα ν´ανασάνουν... Είδα κι άλλα πολλά που δεν θα ξαναφύγουν απ´το μυαλό μου. Κι ύστερα πιάσαμε στεριά. Ένας τόπος γεμάτος κόκκινες σημαίες με μισοφέγγαρα, ( που τις βρήκαν αλήθεια τόσες σημαίες ;...)κι άρχισε μια ατέλειωτη πεζοπορία κατά το νότο... Ένας ατέλειωτος Γολγοθάς...  
-Πρέπει να πάω στο τέλος σκέφτηκα, (εκεί απ´που  άρχισαν) και κράτησα τα μάτια μου κλειστά ...
-Τα άνοιξα όμως τρομαγμένος από τους κρότους των εκρήξεων, το βόμβο των αεροπλάνων , τους συριγμούς των οβίδων , τα κροταλίσματα των πολυβόλων, τις κραυγές των λαβωμένων, τα κλάματα των μανάδων, τις φωνές των παιδιών που εβιάζονταν, την απαίσια μυρωδιά της καμένης σάρκας και την άχνη του φρέσκου αίματος που έτρεχε ποταμός πάνω στη καυτή άμμο...
-Δεν τόλμησα να τα ξανακλείσω . Δεν ήθελα ούτε να δω ούτε να ακούσω άλλα...Αγκάλιασα το βράχο που καθόμουνα και αναγάλιασα.... 
-Ούφ, όνειρο ήτανε, (μα τόσο αληθινό).
-Ανάθεμά σε για θάλασσα κι ανεταράχισές με σήμερα, με τσοι καυμούς που μας εκουβάλησες επαέ... Θα φύγω να πάρω απάνω, να παω στ´ Όρη, να ηρεμήσει ο νους μου, να μη θωρώ την απαθρωπιά των αθρώπων...
-Μα δεν εσάλεψα από το βράχο που έσφιγγα με τα χέρια μου, έμεινα εκεί ακούνητος ... Ο νους πήρε στο κατόπι το καραβάνι των ανθρώπων που ανηφόριζε καρτερικά προς το Κουδούμαλο...Μπήκα τελευταίος στην ουρά, ακολουθώντας τα ίχνη τους από το μακρινό ερειπωμένο τόπο τους, μέχρι τη Σκάλα του Αγίου Αντρέα και πιο πάνω στο κοντινό χωριό Κουδούμαλο...
-Εποκοιμήθηκες ; μου φώναξε η Μαργή μου,που μάζωνε αρίγανη πιό πάνω και σηκώθηκα ξαφνιασμένος από το βράχο. Κοίταξα ψηλά, και μουρμούρισα χαμηλόφωνα :- Θέ μου/Αλλάχ τους, βοηθήστε τους, δουλειά σας είναι μπλειό...Δε θωρείτε την ανικανότητα των αθρώπων να φερθούνε αθρωπινά;...
Άρπαξα ένα ξεκοιλιασμένο σωσίβιο από δίπλα μου, το πέταξα στη καρότσα του φορτηγού και φώναξα τση Μαργής: 
-´Ελα πάμε να φύγομε, να πα  κρεμάσω ετούτο το σωσίβιο σε ένα πρίνο στο Λιμνάκαρο, να το θωρώ να βλαστημώ τους φονιάδες των λαών και να λέω και στους περαστικούς να κάνουνε το ίδιο...